τετανώ

τετανώ
-όω, Α [τέτανος (Ι)]
(ιδίως για το δέρμα) καθιστώ κάτι λείο και, κυρίως, τό απαλλάσσω από ρυτίδες με τέντωμα («χρῶτα ῥύπτει καὶ τετανοῑ», Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετάνῳ — τέτανος convulsive tension masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… …   Dictionary of Greek

  • τετάνωθρον — τὸ, Α καλλυντική αλοιφή ή υγρό για την εξάλειψη τών ρυτίδων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετανῶ, όω + επίθημα θρον (πρβλ. σάρω θρον)] …   Dictionary of Greek

  • τετάνωμα — ώματος, τὸ, Α [τετανῶ] το τετάνωθρον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”